- θεοδότια
- θεοδότιαcollyrium Theodotineut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοδοτίοις — θεοδότια collyrium Theodoti neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδοτίων — θεοδότια collyrium Theodoti neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδότιος — θεοδότιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που εφευρέθηκε από τον Θεόδοτο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θεοδότια ονομασία διαφόρων κολλυρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θεόδοτος] … Dictionary of Greek